- ολόχαρος
- -η, -οεπίρρ. -α ο γεμάτος χαρά, ο πολύ χαρούμενος, ο γεμάτος χάρη: Ήταν πάντα ολόχαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολόχαρος — η, ο γεμάτος χαρά, περιχαρής. επίρρ... ολόχαρα με μεγάλη χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρό χαρος] … Dictionary of Greek
ανθόσπαρτος — η, ο 1. ανθοσπαρμένος, γεμάτος άνθη 2. μτφ. γεμάτος ευτυχία, ευτυχισμένος, ολόχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοσπέρνω. Η λ. απαντά από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek
ερωτόχαρος — η, ο αυτός που δοκίμασε τις χαρές τής αγάπης, που χάρηκε, απόλαυσε τον έρωτα («νιότης ερωτόχαρης», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + χάρος < χαίρω (πρβλ. ολόχαρος, πασίχαρος, περίχαρος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
υπερχαρής — ές, Α πάρα πολύ χαρούμενος, ολόχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χαρής (< χαίρω), πρβλ. περι χαρής] … Dictionary of Greek
καταχαρούμενος — η, ο ολόχαρος, γεμάτος χαρά: Κέρδισε το λαχείο και είναι καταχαρούμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασίχαρος — η, ο πολύ χαρούμενος, ολόχαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)